συνέπεια
[siˈnepia]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Folgeθηλυκό | Femininum, weiblich fσυνέπειασυνέπεια
- Konsequenzθηλυκό | Femininum, weiblich fσυνέπεια κ. ιδιότητασυνέπεια κ. ιδιότητα
exemples