συμφόρηση
[simˈforisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Blutstauαρσενικό | Maskulinum, männlich mσυμφόρηση ιατρική | Medizinιατρσυμφόρηση ιατρική | Medizinιατρ