„συμφέρει“: απρόσωπο ρήμα συμφέρει [simˈferi]απρόσωπο ρήμα | unpersönliches Verb v/unpers <συνέφερε> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) es lohnt sich, es ist von Vorteil es lohnt sich (να zu) συμφέρει es ist von Vorteil συμφέρει συμφέρει exemples δε με συμφέρει es ist nicht zu meinem Vorteil δε με συμφέρει