„συμπληρώνω“: μεταβατικό ρήμα συμπληρώνω [simbliˈrono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -θηκα; -μένος> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) ergänzen, ausfüllen, vollenden ergänzen συμπληρώνω συμπληρώνω ausfüllen συμπληρώνω έντυπο συμπληρώνω έντυπο vollenden συμπληρώνω έτος ηλικίας συμπληρώνω έτος ηλικίας