συμμόρφωση
[siˈmorfosi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Einordnungθηλυκό | Femininum, weiblich fσυμμόρφωσησυμμόρφωση
- Orientierungθηλυκό | Femininum, weiblich fσυμμόρφωσησυμμόρφωση