συμμετέχουσα
[simeˈtexusa]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Teilnehmerinθηλυκό | Femininum, weiblich fσυμμετέχουσασυμμετέχουσα
exemples
- συμμετέχουσα σε διαδήλωσηDemonstrantinθηλυκό | Femininum, weiblich f