„συζυγικός“ συζυγικός [sizijiˈkos], συζυγική, συζυγικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Ehe-, ehelich Ehe-, ehelich συζυγικός συζυγικός exemples συζυγικό κρεβάτιουδέτερο | Neutrum, sächlich n Ehebettουδέτερο | Neutrum, sächlich n συζυγικό κρεβάτιουδέτερο | Neutrum, sächlich n συζυγικός καβγάςαρσενικό | Maskulinum, männlich m Ehekrachαρσενικό | Maskulinum, männlich m Ehestreitαρσενικό | Maskulinum, männlich m συζυγικός καβγάςαρσενικό | Maskulinum, männlich m