συζητώ
[siziˈto]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t &αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-άς; -ησα; -ήθηκα; -ημένος>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- συζητώ
- sich unterhaltenσυζητώ κουβεντιάζωσυζητώ κουβεντιάζω
- besprechen (για κάτι etwas)συζητώ διεξοδικάdiskutieren, beraten (για über+αιτιατική | +Akkusativ +akk)συζητώ διεξοδικάσυζητώ διεξοδικά