„συγυρίζω“: μεταβατικό ρήμα συγυρίζω [sijiˈrizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -στηκα; -σμένος> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) aufräumen, Ordnung schaffen aufräumen, Ordnung schaffen συγυρίζω σπίτι, δωμάτιο, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ συγυρίζω σπίτι, δωμάτιο, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ