„στόμαχος“: αρσενικό στόμαχος [ˈstomaxos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Magen Magenαρσενικό | Maskulinum, männlich m στόμαχος στόμαχος