στραγγίζω
[straŋˈgjizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα/-ξα; -σμένος>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- auswringenστραγγίζω ρούχαστραγγίζω ρούχα
- filternστραγγίζω φιλτράρωστραγγίζω φιλτράρω
- abtropfen (lassen)στραγγίζω πιάταστραγγίζω πιάτα