στράτευση
[ˈstratefsi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Einberufungθηλυκό | Femininum, weiblich fστράτευση στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατστράτευση στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ