„στοχαστής“: αρσενικό στοχαστής [stoxasˈtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Denker Denkerαρσενικό | Maskulinum, männlich m στοχαστής στοχαστής