στοματικός
[stomatiˈkos], στοματική, στοματικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- oralστοματικόςστοματικός
exemples
-
- στοματική υγιεινήθηλυκό | Femininum, weiblich fMundpflegeθηλυκό | Femininum, weiblich f
-
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples