„στοίβα“: θηλυκό στοίβα [ˈstiva]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Stapel, Haufen Stapelαρσενικό | Maskulinum, männlich m στοίβα βιβλία, ρούχα με τάξη στοίβα βιβλία, ρούχα με τάξη Haufenαρσενικό | Maskulinum, männlich m στοίβα ριγμένα άτακτα στοίβα ριγμένα άτακτα exemples στοίβα εγγράφων Aktenbergαρσενικό | Maskulinum, männlich m στοίβα εγγράφων στοίβα κορμών Holzstoßαρσενικό | Maskulinum, männlich m στοίβα κορμών