„στιλ“: ουδέτερο στιλ [stil]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Stil Stilαρσενικό | Maskulinum, männlich m στιλ στιλ exemples με στιλ stilvoll με στιλ