στενό
[steˈno]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Gasseθηλυκό | Femininum, weiblich fστενό δρομάκιenge Seitenstraßeθηλυκό | Femininum, weiblich fστενό δρομάκιστενό δρομάκι
- (Eng-)Passαρσενικό | Maskulinum, männlich mστενό στο βουνόστενό στο βουνό
- Meerengeθηλυκό | Femininum, weiblich fστενό ανάμεσα σε θάλασσεςστενό ανάμεσα σε θάλασσες
exemples
- Στενόουδέτερο | Neutrum, sächlich n της ΜάγχηςÄrmelkanalαρσενικό | Maskulinum, männlich m