„στεγασμένος“ στεγασμένος [steɣazˈmenos], στεγασμένη, στεγασμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) überdacht überdacht στεγασμένος στεγασμένος