σταφύλι
[staˈfili]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Traubeθηλυκό | Femininum, weiblich fσταφύλι βοτανική | BotanikβοτWeintraubeθηλυκό | Femininum, weiblich fσταφύλι βοτανική | Botanikβοτσταφύλι βοτανική | Botanikβοτ