στήθος
[ˈstiθos]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Brustθηλυκό | Femininum, weiblich fστήθος ανατομία | Anatomieανατ κ. κοτόπουλουστήθος ανατομία | Anatomieανατ κ. κοτόπουλου
- Busenαρσενικό | Maskulinum, männlich mστήθος γυναικείοστήθος γυναικείο
exemples
- στήθος γαλοπούλας γαστρονομία | Kochkunst, GastronomieγαστρPutenschnitzelουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- στήθος πάπιας γαστρονομία | Kochkunst, GastronomieγαστρEntenbrustθηλυκό | Femininum, weiblich f
- στήθος χήνας γαστρονομία | Kochkunst, GastronomieγαστρGänsebrustθηλυκό | Femininum, weiblich f