„στέψη“: θηλυκό στέψη [ˈstepsi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Krönung Krönungθηλυκό | Femininum, weiblich f στέψη στέψη exemples στέψη κτιρίου Dachfirstαρσενικό | Maskulinum, männlich m στέψη κτιρίου