„στάζω“: αμετάβατο ρήμα στάζω [ˈstazo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-ξα> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) triefen, tröpfeln, tropfen tröpfeln, (ab)tropfen στάζω στάζω triefen (αιτιατική | Akkusativakk vor+δοτική | +Dativ +dat) στάζω λόγια, φωνή στάζω λόγια, φωνή