„σπρωξιά“: θηλυκό σπρωξιά [zbroˈksja]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Stoß, Schubs Stoßαρσενικό | Maskulinum, männlich m σπρωξιά σπρωξιά Schubsαρσενικό | Maskulinum, männlich m σπρωξιά σπρωξιά