„σπριντ“: ουδέτερο σπριντ [sprint]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Sprint Sprintαρσενικό | Maskulinum, männlich m σπριντ σπριντ exemples κάνω σπριντ sprinten κάνω σπριντ