„σπιτικό“: ουδέτερο σπιτικό [spitiˈko]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Zuhause Zuhauseουδέτερο | Neutrum, sächlich n σπιτικό σπιτικό