σπαθί
[spaˈθi]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Schwertουδέτερο | Neutrum, sächlich nσπαθί ξίφοςσπαθί ξίφος
- Kreuzουδέτερο | Neutrum, sächlich nσπαθί τράπουλασπαθί τράπουλα
- aufrichtiger Menschαρσενικό | Maskulinum, männlich mσπαθί μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ οικείο | umgangssprachlichοικσπαθί μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ οικείο | umgangssprachlichοικ