„σπάνιος“ σπάνιος [ˈspanios], σπάνια, σπάνιοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) selten, rar, knapp selten, rar σπάνιος σπάνιος knapp σπάνιος λιγοστός σπάνιος λιγοστός exemples σπάνιο αγαθόουδέτερο | Neutrum, sächlich n Mangelwareθηλυκό | Femininum, weiblich f σπάνιο αγαθόουδέτερο | Neutrum, sächlich n