„σουπλά“: ουδέτερο σουπλά [suˈpla]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Set, Vorleger Setουδέτερο και αρσενικό | Neutrum und Maskulinum n/m σουπλά Vorlegerαρσενικό | Maskulinum, männlich m σουπλά σουπλά