σοκαριστικός
[sokaristiˈkos], σοκαριστική, σοκαριστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- schockierendσοκαριστικόςσοκαριστικός
Nous vous remercions pour votre commentaire !