„σκόρπιος“ σκόρπιος [ˈskorpjos], σκόρπια, σκόρπιοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) zerstreut zerstreut σκόρπιος σκόρπιος exemples είμαι σκόρπιος herumliegen είμαι σκόρπιος