σκόρερ
[ˈskorer]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Torjägerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fσκόρερTorschützeαρσενικό | Maskulinum, männlich mσκόρερTorschützinθηλυκό | Femininum, weiblich fσκόρερσκόρερ