σκόνη
[ˈskoni]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Staubαρσενικό | Maskulinum, männlich mσκόνη της ατμόσφαιραςσκόνη της ατμόσφαιρας
- Pulverουδέτερο | Neutrum, sächlich nσκόνη φαρμακευτικό παρασκεύασμασκόνη φαρμακευτικό παρασκεύασμα
exemples
- σκόνη κακάοKakaopulverουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- σκόνη κάρυCurrypulverουδέτερο | Neutrum, sächlich n