σκουριασμένος
[skurjazˈmenos], σκουριασμένη, σκουριασμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- rostig, eingerostet, verrostetσκουριασμένοςσκουριασμένος
- σκουριασμένος απόψεις μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
exemples
- σκουριασμένο αυτοκίνητοουδέτερο | Neutrum, sächlich nRostlaubeθηλυκό | Femininum, weiblich f