σκιώδης
[skjiˈdis], σκιώδης, σκιώδεςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
exemples
- σκιώδης κυβέρνησηθηλυκό | Femininum, weiblich f πολιτική | PolitikπολιτSchattenkabinettουδέτερο | Neutrum, sächlich n