σκιά
[skjiˈa]θηλυκό | Femininum, weiblich fμεταφορικά | in übertragenem SinnμτφVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Schattenαρσενικό | Maskulinum, männlich mσκιάσκιά
exemples
- σκιά ματιώνLidschattenαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- σκιά της γηςErdschattenαρσενικό | Maskulinum, männlich m