σιωπηλός
[siopiˈlos, sjopiˈlos], σιωπηλή, σιωπηλόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- still(schweigend)σιωπηλόςσιωπηλός
- σιωπηλός χωρίς να λέει λέξη
- schweigsamσιωπηλός ολιγόλογοςσιωπηλός ολιγόλογος