„σιδηρουργείο“: ουδέτερο σιδηρουργείο [siðirurˈjio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Schmiede, Eisenwerk Schmiedeθηλυκό | Femininum, weiblich f σιδηρουργείο Eisenwerkουδέτερο | Neutrum, sächlich n σιδηρουργείο σιδηρουργείο