σιγουριά
[siɣuˈrja]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Sicherheitθηλυκό | Femininum, weiblich fσιγουριά βεβαιότηταGewissheitθηλυκό | Femininum, weiblich fσιγουριά βεβαιότητασιγουριά βεβαιότητα
- Geborgenheitθηλυκό | Femininum, weiblich fσιγουριά ασφάλεια μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφσιγουριά ασφάλεια μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ