σημαδεύω
[simaˈðevo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-εψα; -εύτηκα; -εμένος>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- kennzeichnen, markierenσημαδεύω βάζω σημάδισημαδεύω βάζω σημάδι
- zielen (+αιτιατική | +Akkusativ+akk auf+αιτιατική | +Akkusativ +akk)σημαδεύω με όπλοσημαδεύω με όπλο
- zeichnenσημαδεύω πόνος, προβλήματασημαδεύω πόνος, προβλήματα
- zinkenσημαδεύω χαρτιά τράπουλαςσημαδεύω χαρτιά τράπουλας