σημαδεμένος
[simaðeˈmenos], σημαδεμένη, σημαδεμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- gekennzeichnetσημαδεμένοςσημαδεμένος
- gezeichnetσημαδεμένος από πόνο, προβλήματασημαδεμένος από πόνο, προβλήματα