σεισμογενής
[sizmojeˈnis], σεισμογενής, σεισμογενέςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
exemples
- σεισμογενής περιοχήθηλυκό | Femininum, weiblich fErdbebengebietουδέτερο | Neutrum, sächlich n