σειριακός
[siriaˈkos], σειριακή, σειριακόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
exemples
- σειριακός αριθμόςαρσενικό | Maskulinum, männlich mSeriennummerθηλυκό | Femininum, weiblich f