σείω
[ˈsio]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -στηκα>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- erschüttern, schütteln, rüttelnσείω σεισμός, έκρηξησείω σεισμός, έκρηξη
- schwingenσείω κουνώσείω κουνώ