„σβέρκος“: αρσενικό σβέρκος [zˈverkos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m οικείο | umgangssprachlichοικ Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Nacken, Genick Nackenαρσενικό | Maskulinum, männlich m σβέρκος Genickουδέτερο | Neutrum, sächlich n σβέρκος σβέρκος