„σαστισμένος“ σαστισμένος [sastizˈmenos], σαστισμένη, σαστισμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) verwirrt, fassungslos verwirrt, fassungslos σαστισμένος σαστισμένος exemples είμαι σαστισμένος verblüfft sein είμαι σαστισμένος