σακίδιο
[saˈkjiðio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Rucksackαρσενικό | Maskulinum, männlich mσακίδιοσακίδιο
exemples
- σακίδιο σέλαςSatteltascheθηλυκό | Femininum, weiblich f