„σαδισμός“: αρσενικό σαδισμός [sadizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Sadismus Sadismusαρσενικό | Maskulinum, männlich m σαδισμός σαδισμός