„σάπιος“ σάπιος [ˈsapjos], σάπια, σάπιοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) faul, verfault, morsch faul, verfault σάπιος σάπιος morsch σάπιος ξύλο σάπιος ξύλο exemples σάπιο κρέαςουδέτερο | Neutrum, sächlich n Gammelfleischουδέτερο | Neutrum, sächlich n σάπιο κρέαςουδέτερο | Neutrum, sächlich n