σάλος
[ˈsalos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Eklatαρσενικό | Maskulinum, männlich mσάλοςσάλος
- Aufruhrαρσενικό | Maskulinum, männlich mσάλος διαδήλωση, κτλσάλος διαδήλωση, κτλ
exemples
- σάλος στον τύποPresserummelαρσενικό | Maskulinum, männlich m