ρυθμός
[riθˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Rhythmusαρσενικό | Maskulinum, männlich mρυθμός ταχύτητα, βιολογικός μουσρυθμός ταχύτητα, βιολογικός μουσ
- Symmetrieθηλυκό | Femininum, weiblich fρυθμός συμμετρίαρυθμός συμμετρία
- Stilαρσενικό | Maskulinum, männlich mρυθμός αρχιτεκτονική | Architekturαρχιτρυθμός αρχιτεκτονική | Architekturαρχιτ
exemples
- ρυθμός ανατίμησηςTeuerungsrateθηλυκό | Femininum, weiblich f
- ρυθμός αύξησηςZuwachsrateθηλυκό | Femininum, weiblich f
- ρυθμός βαδίσματοςSchritttempoουδέτερο | Neutrum, sächlich n
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples